Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιαλένιος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γιαλένιος, επίθ.
  • Που είναι κατασκευασμένος από γιαλί:
    • φανάρια … γιαλένια (Λεηλ. Παροικ. 489).

[<ουσ. γιαλί + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Βλάχ. (γυ‑) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go