Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γητευτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γητευτής ο [jiteftís] Ο7 θηλ. γητεύτρα [jitéftra] Ο25α : (λαϊκότρ.) αυτός που γητεύει, που μαγεύει.

[μσν. γητευτής < γητεύ(ω) -τής· γητευ(τής) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
γητευτής ο.
  • Αυτός που χρησιμοποιεί μαγικούς τρόπους, για να θεραπεύσει άρρωστο ή να πετύχει κάπ. σκοπό:
    • οι γητευτάδες, οι μάισσες (Αποκ. Θεοτ. I 210).

[<γητεύω + κατάλ. τής.· πβ. παλαιότ. γοητευτής (7. αι., LBG). Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Du Cange (γυ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες