Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γητειά η [jitxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. η πρόκληση ή η αποτροπή ενός κακού, που προέρχεται συνήθ. από βασκανία, με μαγικά μέσα: Θα σου κάνω μια ~ να δεις καλό. Δεν ξέρω από γητειές. || (συνήθ. για ερωτικό σκοπό): Tον έχει δέσει με γητειές και μάγια. 2. ό,τι θεωρείται πως διαθέτει μαγικές ιδιότητες: Διάφοροι κομπογιαννίτες πουλούσαν στον κοσμάκη σκονάκια και γητειές για όλες τις αρρώστιες.
[μσν. γητειά < γητεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γητ(εύω) -εία]
[Λεξικό Κριαρά]
- γητεία η.
-
- α) Μαγική επωδή:
- Γητεία εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Σταφ., Ιατροσ. 9237)·
- β) μάγια:
- με την γητείαν αυτείνη εγγαστρώθηκε (Δεφ., Λόγ. 677).
[<γητεύω. Τ. ‑ειά σήμ. Η λ. στο LBG και το Du Cange (‑αι)]
- α) Μαγική επωδή: