Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεωδαιτικός -ή -ό [jeoδetikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γεωδαισία: Γεωδαιτικά όργανα. Γεωδαιτική μέθοδος. Διεθνής Γεωδαιτική Εταιρεία. Εκπονήθηκε γεωδαιτική μελέτη οικισμών.
[λόγ. γεωδαίτ(ης < γεω δαι(σία) -της) -ικός]



