Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γερόλυκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερόλυκος ο [jerólikos] Ο20 : 1. (λογοτ.) γέρικος λύκος. 2. (μτφ.) για κπ., συνήθ. ναυτικό, που πέρασε τη ζωή του με κινδύνους και δυσκολίες αποκομίζοντας πολλές εμπειρίες.

[γερο- 1 + λύκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go