Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεροσύνη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γεροσύνη (I) η.
  • Γεράματα, γερατειά:
    • τα μάτια του Ισραέλ εβάρυναν από γεροσύνη, δεν ήμπορε να ιδεί (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).

[<ουσ. γέρος + κατάλ. σύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
γεροσύνη (II) η,
βλ. ιεροσύνη.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go