Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεροντοκόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροντοκόρος ο [jerondokóros] Ο18 : (ειρ.) άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε ανύπαντρος.

[γεροντοκόρ(η) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go