Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροντισμός ο [jerondizmós] Ο17 : (ιατρ.) πάθηση κατά την οποία εμφανίζονται γεροντικά χαρακτηριστικά σε νεαρά άτομα· γεροντίαση.
[λόγ. < γαλλ. gérontisme < αρχ. γεροντ- (δες γέροντας) -isme = -ισμός]



