Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεροντάκης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γεροντάκης ο.
  • Γέρος (θωπευτ.):
    • κουρσεύτηκεν η χώρα όπου ’τον ο γεροντάκης (Πτωχολ. Α 8).

[<ουσ. γεροντάκι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go