Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεννοβολώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεννοβολώ [jenovoló] & -άω Ρ10.1α : για ζώα και μειωτικά για γυναίκες που γεννούν πολύ συχνά, που έχουν αλλεπάλληλους τοκετούς: Tα κουνέλια γεννοβολούν. Aπό τότε που παντρεύτηκε γεννοβολάει συνέχεια.

[γενν(ώ) -ο- + -βολώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go