Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γενηθήτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενηθήτω [jeniθíto] Ρ : μόνο στις αρχαϊστικές εκφράσεις ~ φως, ας γίνει η αποκάλυψη. ~ το θέλημά σου, όταν συμφωνούμε να γίνει κτ. παρά τη θέλησή μας.

[λόγ. < αρχ. γενηθήτω προστ. αορ. του γίγνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go