Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενηθήτω [jeniθíto] Ρ : μόνο στις αρχαϊστικές εκφράσεις ~ φως, ας γίνει η αποκάλυψη. ~ το θέλημά σου, όταν συμφωνούμε να γίνει κτ. παρά τη θέλησή μας.
[λόγ. < αρχ. γενηθήτω προστ. αορ. του γίγνομαι]



