Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενειοφόρος ο [jeniofóros] Ο18 : αυτός που έχει γένια: Ήρθε και σε ζήτησε ένας ~. || (ως επίθ.): Γενειοφόροι νεαροί. Οι ορθόδοξοι μοναχοί είναι γενειοφόροι.
[λόγ. γένει(ον δες στο γένι) -ο- + -φόρος]



