Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενειάδα η [jeniáδa & jenáδa] Ο26 : μακριά και πλούσια γένια: Έχει μια ~ που κατεβαίνει ως το στήθος του.
[λόγ. < αρχ. γενειάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενειάδα η.
-
- Γενειάδα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 577)·
- του σπανού γενειάδαν μακρήν και διχαλήν (Σπανός A 92).
[αρχ. ουσ. γενειάς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Γενειάδα: