Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γεμιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεμιστής ο [jemistís] Ο7 : στο στρατό, αυτός που τροφοδοτεί ένα μη φορητό όπλο.

[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. chargeur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go