Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεμάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γεμάτα, επίρρ.
  • Δυνατά, ισχυρά, με όλη τη δύναμη:
    • επολέμα γεμάτα (Χρον. σουλτ. 11721).

[<επίθ. γεμάτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες