Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γελαστικός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γελαστικός, επίθ.
  • Σκωπτικός, κοροϊδευτικός:
    • (Μπερτόλδος 82).

[μτγν. επίθ. γελαστικός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go