Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γείσωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γείσωμα το [jísoma] Ο49 : η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσο.

[λόγ. < ελνστ. γείσωμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go