Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαϊδουράκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γαϊδουράκι το· γαδουράκι.
  • Μικρός γάιδαρος:
    • (Διήγ. ωραιότ. 920).

[<ουσ. γαϊδούρι + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go