Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊδάρα η· γαδάρα.
-
- Θηλυκός γάιδαρος:
- η γαϊδάρα όντας γλακά και κόβει τη το γάλα (Στάθ. Β´ 80)·
- (υβριστ.):
- Εμένα, σκρόφα, λέγεις τα, γαϊδάρα πομπιωμένη; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1245]).
[θηλ. του ουσ. γάιδαρος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Θηλυκός γάιδαρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊδαράτσος ο.
-
- Μεγάλος γάιδαρος:
- (Μπερτολδίνος 108).
[<ουσ. γάιδαρος + κατάλ. ‑άτσος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Μεγάλος γάιδαρος:



