Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαυριώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γαυριώ.
  • (Μέσ.) υπερηφανεύομαι:
    • Ήλθε … υπέρογκος και γαυριώμενος (Καναν. 63).

[αρχ. γαυριάω. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ιάζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go