Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαυριώ.
-
- (Μέσ.) υπερηφανεύομαι:
- Ήλθε … υπέρογκος και γαυριώμενος (Καναν. 63).
[αρχ. γαυριάω. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιάζω)]
- (Μέσ.) υπερηφανεύομαι:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. γαυριάω. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιάζω)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |