Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαλούχηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλούχηση η [γalúxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαλουχώ.

[λόγ. < μσν. γαλούχη(σις) `θηλασμός΄ -ση < γαλουχη- (γαλουχώ) -σις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go