Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαλλόφωνος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλλόφωνος -η -ο [γalófonos] Ε5 : του οποίου μητρική ή κύρια γλώσσα είναι τα γαλλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους χωρών εκτός Γαλλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει γαλλική ή όχι καταγωγή: Γαλλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από γαλλόφωνους: Γαλλόφωνες περιοχές. || (ως ουσ.) ο γαλλόφωνος: Οι γαλλόφωνοι του Kαναδά.

[λόγ. γαλλο- + -φωνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go