Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαλήνεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλήνεμα το [γalínema] Ο49 : το αποτέλεσμα του γαληνεύω: Tο ~ της θάλασσας. Tο ~ της ψυχής του.

[λόγ. γαληνεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go