Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλέα (I) η.
-
- Είδος μικρού ψαριού:
- κωβίδια, γαλέας (Προδρ. IV 574).
- Ως προσωποπ.:
- παρίσταντο γουν οι νοτάριοι και Γαλέα (Οψαρ. 36228).
[αρχ. ουσ. γαλέη· κατά Kahane, GR I 307-8 <αρχ. ουσ. γαλεός. Τ. ‑ιά σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, Καλλέρης, ΛΔ 8, 1958, 36-7). Για τη λ. βλ. και LBG]
- Είδος μικρού ψαριού:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλέα (II) η.
-
- (Ναυτ.) είδος πολεμικού πλοίου:
- ληστρικάς νήας μακράς …, ας ήδη γαλέας κατονομάζειν ειώθασιν (Ψευδο-Σφρ. 24210).
[ουσ. γαλέα (I) με διαφορ. σημασ., από το 10. αι. (Kahane, GR I 306-17, 768-9)· βλ. και LBG]
- (Ναυτ.) είδος πολεμικού πλοίου:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλεάτσα η· γαλιάτσα.
-
- (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με τρία κατάρτια:
- Ο ρήγας … αρμάτωσεν δύο κάτεργα και δύο γαλιάτσες (Μαχ. 63215).
[<ιταλ. galeazza. Ο τ. <βεν. galiazza· βλ. και LBG (‑τζα). Ο τ. στο Meursius (γαλλιάτζα). Η λ. στο Somav. (‑τζα)]
- (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με τρία κατάρτια:



