Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαζώτρια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαζώτρια η [γazótria] Ο27 αρσ. γαζωτής [γazotís] Ο7 : εργάτρια σε βιοτεχνία ή εργοστάσιο η οποία ασχολείται αποκλειστικά με το γάζωμα.

[γαζώ(νω) -τρια, -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go