Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γήλοφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γήλοφος ο [jílofos] Ο20 : χαμηλός λόφος, μικρό ύψωμα από χώμα.

[λόγ. < αρχ. γήλοφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go