Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γάτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γάτος ο.
– Βλ. και κάτος.
  • Γάτος:
    • (Γαδ. διήγ. 259).

[<ουσ. κάτος κατά το γάτα ή <βεν. gato (Kahane, GR II 114). Η λ. σε σχόλ. (LBG, λ. γάττα), στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάτος 2 ο [γátos] Ο18 : είδος σκυλόψαρου.

[< γάτος 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go