Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γάλι
20 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
γάλι, επίρρ.,
βλ. αγάλι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλιάντρα η [γalándra] Ο25α : 1. ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.

[αντδ. < μσν. *καλιάντρα ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [tin-k > tiŋg > γ] ) < λατ. *calandra, *caliandra (πρβ. caliandrum `γυναικεία περούκα΄, λ. στηριγμένη στο όν. του πουλιού) < ελνστ. κάλανδρος, *καλάνδρα (πρβ. ιταλ. calandra και σημερ. διαλεκτ. καλάντρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιάτσα η,
βλ. γαλεάτσα.
[Λεξικό Κριαρά]
γαλιάτσος ο.
  • Κωπηλάτης σε γαλέρα:
    • (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 46).

[<ουσ. γαλιότος (<βεν. galioto· πβ. γαλιότης) σε συμφ. με το ουσ. γαλιάτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
Γαλιλαίος ο.
  • 1) Αυτός που κατάγεται από τη Γαλιλαία:
    • εγνώρισεν ο Πιλάτος ότι έναι (ενν. ο Ιησούς) Γαλιλαίος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 275r).
  • 2) Χριστιανός:
    • Εσύ με τον Χριστόν είσαι και Γαλιλαίος υπάρχεις (Ντελλαπ., Στ. θρην. 166).

[μτγν. εθν. Γαλιλαίος]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιλέα η.
  • Γαλέρα, κάτεργο:
    • Ελόγιασες εις τη φ’λακή γή κι εις τη γαλιλέα σήμερο να με βάλουσι να λάμνω την κουπέα; (Φορτουν. Γ´ 779).

[παιγνιώδης σχηματ. <ουσ. γαλέα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλιόνι το [γalóni] Ο44 : είδος ιστιοφόρου που χρησιμοποιήθηκε στη δυτική Ευρώπη κατά το 15ο και 16ο αι.: Tα ισπανικά γαλιόνια μετέφεραν χρυσάφι από την Aμερική.

[μσν. γαλιόνι(ν) < ιταλ. galeon(e) -ι(ν) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιόνι το· γαλιούνιν· γαλούνι(ν).
  • (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό και μεταγωγικό πλοίο με τέσσερα κατάρτια:
    • εφορτώννασιν τα γαλούνια παμπάκια … και κρασιά (Θρ. Κύπρ. Μ 246
    • σκιράτσα και γαλούνια, καράβι’ αρματωμένα (Βεντράμ., Φιλ. 374).

[<βεν. galion (Kahane-Tietze 1958: 238-41). Για τον τ. γαλιούνιν πβ. αραβ. galyūn (αυτ). Τ. ιον στο Meursius· βλ. και LBG. Οι τ. στο Somav. (λ. γαλιούνι)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιότα η· γαλεόττα· γαλιόττα.
  • (Ναυτ.) ελαφρό και γρήγορο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με ένα κατάρτι:
    • γαλιότες είκοσι κι εφτά κάτεργα (Αχέλ. 1643
    • Τας γαλεόττας δε έστειλεν όπισθεν (Δούκ. 24310).

[<βεν. galiota. Ο τ. γαλεόττα <ιταλ. galeotta. Βλ. και LBG (λ. ώτη)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιότης ο.
  • Κωπηλάτης σε γαλέρα, εθελοντής ή, κυρ., κατάδικος·
    • (μεταφ.) άνθρωπος ευτελής, κακός (πβ. κατεργάρης):
      • οι πάντες, όσοι σε οίδασιν, λέγουν γαλιότης είσαι (Πουλολ. 120).

[<βεν. galioto]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go