Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βόσκησις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βόσκησις ‑ση η.
  • 1) Βοσκή (μεταφ.):
    • πάγω εις την βόσκησιν και εις την προσευχή μου (Ευγέν. 1297).
  • 2) Βοσκότοπος:
    • βόσκησες πολλές και καρπερά κουράδια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [798]).

[μτγν. ουσ. βόσκησις. Η λ. (ση) και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go