Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βυθο
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθο- [viθo] : (συνήθ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο βυθό, κυρίως της θάλασσας: ~κόρος, ~σκόπιο. || ~μετρώ.

[λόγ. θ. του ουσ. βυθ(ός) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθοκόρος ο [viθokóros] Ο18 : πλωτός μηχανικός εκσκαφέας που χρησιμοποιείται για να εκβαθύνει ή να καθαρίσει τον πυθμένα θαλασσών, ποταμών ή λιμνών.

[λόγ. βυθο- + αρχ. ρ. κορ(έω) `σκουπίζω΄ -ος κατά το νεωκόρος μτφρδ. γαλλ. cure-mἄle]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθομέτρηση η [viθométrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθομετρώ.

[βυθομετρη- (βυθομετρώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθόμετρο το [viθómetro] Ο42 : ειδικό μηχάνημα ή όργανο με το οποίο γίνεται η βυθομέτρηση: Hχητικό ~.

[λόγ. βυθο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. bathomètre < αρχ. βαθ(ύς) -ο- + -mètre = -μετρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά μηχανήματα και συσκευές το βάθος θάλασσας, λίμνης, ποταμού κτλ. σε μια ορισμένη θέση.

[βυθο- + -μετρώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.

[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθός ο [viθós] Ο17 : 1. το στερεό έδαφος που πάνω του βρίσκεται ο υδάτινος όγκος των θαλασσών, ποταμών και λιμνών· πυθμένας: Ομαλός / ανώμαλος / επικλινής ~. Tο ναυάγιο έμεινε για αιώνες στο βυθό της θάλασσας. Aνέσυραν το πτώμα από το βυθό της λίμνης. 2. τα κατώτερα, βαθύτερα στρώματα της θάλασσας: Ψάρια / οργανισμοί του βυθού. Aποστολές / όργανα εξερεύνησης του βυθού. || H μέθη* του βυθού / των δυτών. || (στρατ.) Bόμβα βυθού, ειδικός εκρηκτικός μηχανισμός, κατάλληλος για την προσβολή υποβρύχιων στόχων.

[αρχ. βυθός]

[Λεξικό Κριαρά]
βύθος το.
  • 1) (Προκ. για νερό) βυθός:
    • το βύθος της θαλάσσης (Ασσίζ. 29924).
  • 2) Βάθος:
    • (Πικατ. 198).
  • 3) Λήθαργος, νάρκη:
    • εχάθηκε στου πόνου της το βύθος (Ερωτόκρ. Ε´ 966).
  • 4) Φρ.
    • α) βάνω ή βάλλω στα βύθη = βυθίζω:
      • (Αχέλ. 388
    • β) διαβαίνω εις τα βύθη = εξαφανίζομαι:
      • (Αχέλ. 1177
    • γ) μπαίνω εις βύθος κινδύνων = κινδυνεύω:
      • (Παλαμήδ., Βοηβ. Προς Αναγν. 34
    • δ) βυθίζομαι στα βύθη = χάνομαι:
      • (Σκλάβ. 226
    • ε) πηγαίνω μέσα στα βύθη του Άδη = σκοτώνομαι:
      • (Διγ. O 278).

[<βυθίζω κατά το βάθος. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βυθός ο.
  • Βυθός, πυθμένας:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 505
    • (σε μεταφ.):
      • μη καταβαπτίζεσθαι βυθῴ της αγνωσίας (Γλυκά, Στ. 7).

[αρχ. ουσ. βυθός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθοσκόπηση η [viθoskópisi] Ο33 : η εξέταση με κατάλληλα όργανα του βυθού της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.

[λόγ. βυθοσκοπη- (βυθοσκοπώ) -σις > -ση]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go