Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βυθιότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθιότητα η [viθiótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : (ιατρ.) κατάσταση ασθενούς κατά την οποία παρατηρείται μείωση των κινητικών και νοητικών του λειτουργιών: Ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση βυθιότητας.

[λόγ. βύθ(ος) -ότης > -ότητα με προσθήκη του -ι- κατά το νηφαλιότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go