Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βυζού
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βυζού η.
  • Αυτή που έχει μεγάλους μαστούς·
    • (εδώ προκ. για αίγα):
      • (Διήγ. παιδ. 468).

[<ουσ. βυζί + κατάλ. ού. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βυζούλι το.
  • Μαστός (θωπευτ.):
    • (Συναξ. γυν. 601).

[<ουσ. βυζί + κατάλ. ούλι. Τ. ούλ(ι) σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go