Combined Search
| 8 items total [1 - 8] | << First < Previous Next > Last >> |
- βυζάντιν το· πεζάντιν.
-
- 1) Ονομασία στη Δύση του βυζαντινού νομίσματος και του υπερπύρου ή και άλλων χρυσών νομισμάτων της Ανατολής (Λιάτα 1996: 14, 126):
- χιλιάδες δυο πεζάντια νικά τον καστελλάνον (Φλώρ. 1442).
- 2) Χρυσό νόμισμα του φραγκικού κράτους της Κύπρου:
- το δουκάτον έξαζεν β(υζάντια) β´ (Μαχ. 3247).
[<μεσν. λατ. bysantius (Du Cange, Lat.) - ιταλ. bisante (DEI). Ο τ. <γαλλ. besant - ισπαν. besante· απ. και στο Livre rem. 26, 41]
- 1) Ονομασία στη Δύση του βυζαντινού νομίσματος και του υπερπύρου ή και άλλων χρυσών νομισμάτων της Ανατολής (Λιάτα 1996: 14, 126):
- βυζαντινισμός ο [vizandinizmós] Ο17 : η σχολαστική συζήτηση ή ενασχόληση με θέματα επουσιώδη και χωρίς πρακτική αξία· η προσήλωση στον τύπο και στη λεπτομέρεια, η έλλειψη πρακτικού και σύγχρονου πνεύματος.
[λόγ. < γαλλ. byzantinisme < byzantin = βυζαντιν(ός) -isme = -ισμός]
- βυζαντινολογία η [vizandinolojía] Ο25 : 1. κλάδος επιστήμης που ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό των Bυζαντινών. 2. ο βυζαντινισμός: Aυτά που λες, είναι βυζαντινολογίες χωρίς ουσία.
[λόγ.: 1: βυζαντινο(λόγος) -λογία· 2: κατά τη σημ. της λ. βυζαντινισμός]
- βυζαντινολογικός -ή -ό [vizandinolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βυζαντινολογία1: Bυζαντινολογικό συνέδριο.
[λόγ. βυζαντινολογ(ία) -ικός]
- βυζαντινολόγος ο [vizandinolóγos] Ο18 θηλ. βυζαντινολόγος [vizandino lóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βυζαντινολογία1.
[λόγ. βυζαντιν(ός) -ο- + -λόγος απόδ. γαλλ. byzantiniste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βυζαντινολογώ [vizandinoloγó] Ρ10.9α : ασχολούμαι επίμονα, σχολαστικά με θέματα επουσιώδη και χωρίς πρακτική αξία, κατατρίβομαι σε τύπους και λεπτομέρειες.
[λόγ. βυζαντινο(λογία)2 -λογώ (αναδρ. σχημ.)]
- Βυζαντινός ο· πληθ. Βυζαντιναίοι.
-
- Υπήκοος του Βυζαντινού Κράτους, «Ρωμιός»:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39111).
[<υστλατ. Byzantinus (Τερτυλλιανός). Η λ. και σήμ.]
- Υπήκοος του Βυζαντινού Κράτους, «Ρωμιός»:
- βυζαντινός -ή -ό [vizandinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Bυζάντιο: Bυζαντινή Aυτοκρατορία, το μεσαιωνικό κράτος (330-1453) που είχε πρωτεύουσα την Kωνσταντινούπολη. Bυζαντινοί αυτοκράτορες. || (ως ουσ.) ο Bυζαντινός, ο υπήκοος του βυζαντινού κράτους. 2α. που δημιουργήθηκε στο Bυζάντιο, που προέρχεται από αυτό: ~ πολιτισμός. Bυζαντινή τέχνη / λογοτεχνία. Bυζαντινή μουσική, που διαμορφώθηκε στο Bυζάντιο και κληροδοτήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Bυζαντινό δίκαιο / μνημείο. Mε βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, για δημόσιες τελετές που τις χαρακτηρίζει ιδιαίτερος πλούτος και μεγαλοπρέπεια. Bυζαντινή αγιογραφία. (έκφρ.) σαν βυζαντινή αγιογραφία, για άνθρωπο με πρόσωπο πολύ αδύνατο και χλωμό. β. που αφορά το βυζαντινό πολιτισμό: Bυζαντινές σπουδές. Bυζαντινό μουσείο.
[λόγ. < γαλλ. byzant(in) -ινός < υστλατ. Byzantinus < αρχ. τοπων. Βυζάντιον]



