Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρουλίζω· βουρλίζω.
-
- Ερεθίζω, τρελαίνω:
- (Σαχλ., Αφήγ. 846).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εξαγριωμένος, τρελός:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [493]).
[<ουσ. βρούλον + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ερεθίζω, τρελαίνω:



