Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρεφοκόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεφοκόμος ο [vrefokómos] Ο18 θηλ. βρεφοκόμος [vrefokómos] Ο35 : ειδικός που ασχολείται με την περιποίηση βρεφών: Σχολή βρεφοκόμων.

[λόγ. βρεφο- + -κόμος αναλ. προς το νοσοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go