Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρεφοζυγός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεφοζυγός ο [vrefoziγós] Ο17 : ζυγαριά με την οποία ζυγίζονται τα βρέφη.

[λόγ. βρεφο- + ζυγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go