Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραδυφλεγής -ής -ές [vraδiflejís] Ε10 : που φλέγεται, που καίγεται σιγά σιγά, αργά· βραδύκαυστος: H ~ πυρίτιδα. Bραδυφλεγείς ύλες. Bραδυφλεγές βλήμα πυροβολικού, που αναφλέγεται και εκρήγνυται αργά. ANT εγκαιροφλεγής.
[λόγ. βραδυ- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής μτφρδ. αγγλ. slow-burning ή γαλλ. à combustion lente]



