Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούρκωμα το [vúrkoma] Ο49 : η κατάσταση ή το αποτέλεσμα του βουρκώνω: H συγκίνηση του έφερε ~ στα μάτια. || (μτφ.): Tο ξαφνικό ~ του ουρανού προμηνούσε βροχή.
[βουρκώ(νω) -μα]



