Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βούλισμα το.
-
- Βούλιαγμα, βαθούλωμα σε κ. από πίεση, χτύπημα, πληγή·
- έκφρ. γράψιμο βούλισμα = χάραξη ανεξίτηλων σχεδίων ή γραμμάτων στο δέρμα, «τατουάζ»:
- (Πεντ. Λευιτ. XIX 28).
- έκφρ. γράψιμο βούλισμα = χάραξη ανεξίτηλων σχεδίων ή γραμμάτων στο δέρμα, «τατουάζ»:
[<αόρ. του βουλίζω + κατάλ. ‑μα (άσχ. το ουσ. βούλλισμα, 15. αι., LBG). Η λ. στο Somav. ΙΙ (λ. affondamento) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ημα)]
- Βούλιαγμα, βαθούλωμα σε κ. από πίεση, χτύπημα, πληγή·
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλισματιά η.
-
- Κοιλότητα, βαθούλωμα:
- εις τους τοίχους του σπιτιού βουλισματιές κατακίτρινες (Πεντ. Λευιτ. XIV 37).
[<ουσ. βούλισμα + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ, λ. βουληματιά)]
- Κοιλότητα, βαθούλωμα:



