Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουτηχτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτηχτής ο [vutixtís] Ο9 : (λαϊκότρ.) ο δύτης (κυρ. χωρίς σκάφανδρο).

[βουτηκ- (βουτάω) -τής με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
βουτηχτής ο.
  • Bουτηχτής:
    • (Rechenb. 752).

[<αόρ. του βουτώ + κατάλ. τής. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go