Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλιμικός -ή -ό [vulimikós] Ε1 : (συνήθ. ψυχ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλιμία: Bουλιμικές τάσεις / κρίσεις. || (ως ουσ.) ο βουλιμικός, θηλ. βουλιμική, αυτός που πάσχει από βουλιμία.
[λόγ. βουλιμ(ία) -ικός]



