Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βου
246 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βου 1 το [vú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα βήτα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα βήτα (σύγκρ. α, το) με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βου 2 το : νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το μι της ευρωπαϊκής.

[δες στο πα, το]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούα η [vúa] Ο25 : ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη.

[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) βούα]

[Λεξικό Κριαρά]
βουασμός ο,
βλ. βοασμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούβα η [vúva] Ο25α : (οικ.) βουβαμάρα.

[βουβ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβαίνω [vuvéno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. να μείνει βουβός, άφωνος. || (συνήθ. παθ.) χάνω τη φωνή μου, μένω βουβός, άφωνος: Bουβάθηκα από το φόβο / τον τρόμο. Γιατί δε μιλάς, βουβάθηκες; || (μτφ.) δεν παράγω ήχο, μένω χωρίς ήχο: Έφυγαν τα παιδιά και βουβάθηκε το σπίτι / το σχολείο.

[βουβ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαίνω.
  • (Μέσ.) γίνομαι βουβός, άφωνος:
    • το στόμα εβουβάθη (Ερωτόκρ. Γ´ 978).

[<επίθ. βουβός + κατάλ. αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλα η.
  • Θηλυκό βουβάλι:
    • έπινε βουβάλας γάλα (Πτωχολ. Α 119
    • (προκ. για γυναίκα υβριστ.):
      • φαγάνα και βουβάλα (Στάθ. Γ´ 382).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. α. Η λ. το 10. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάκι το.
  • Μικρό βουβάλι·
    • (εδώ) ανόητος, άμυαλος:
      • (Μπερτολδίνος 157).

[<ουσ. βουβάλι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάρης ο.
  • Βοσκός βουβαλιών:
    • (Πτωχολ. Α 118).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. άρης. Τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...25   Next >
Go to page:Go