Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βοοειδή τα [vooiδí] Ο (βλ. Ε10) : γενική ονομασία μεγάλων τετράποδων, μηρυκαστικών ζώων με κέρατα, που είναι εξημερωμένα και χρησιμοποιούνται για το κρέας και το γάλα τους ή σε γεωργικές εργασίες: Mοσχάρια, αγελάδες, βόδια και άλλα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. βοοειδής `που μοιάζει με βόδι΄]