Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βομβύκιο το [vomvíkio] Ο42 : (ζωολ.) νηματοειδές περίβλημα που κατασκευάζουν ορισμένες κάμπιες με εκκρίσεις και μέσα στο οποίο μεταμορφώνονται σε χρυσαλλίδες· κουκούλι. || (ειδικότ.) το κουκούλι του μεταξοσκώληκα.
[λόγ. < αρχ. βομβύκιον]



