Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλεφαρόσπασμος ο [vlefaróspazmos] Ο20 : ακούσια σύσπαση των βλεφάρων (συνήθ. σε γέροντες ή σε νευρικά άτομα).
[λόγ. < γαλλ. blépharo spasme < αρχ. βλέφαρο(ν) + σπασμός]



