Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλαχιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλαχιά η [vlaxá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : 1. (μειωτ.) το σύνολο των Bλάχων, των κατοίκων ορεινών περιοχών: Γέμισε ο τόπος ~. 2. άξεστη συμπεριφορά, χωριατιά, χοντροκοπιά: Έχει πολλή ~ επάνω του.

[μσν. Βλαχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < εθν. Βλάχ(ος) -ία > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go