Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλαπτικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βλαπτικός, επίθ.
  • Βλαβερός:
    • είδα εκεί και βλαπτικά άλλα τρία γραμμένα (Γεωργηλ., Θαν. 514).

[αρχ. επίθ. βλαπτικός (DGE). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλαπτικός -ή -ό [vlaptikós] Ε1 : που προξενεί βλάβη, ζημιά· επιβλαβής, βλαβερός: Bλαπτικά έντομα / πτηνά. Tο πιοτό είναι βλαπτικό για τον οργανισμό. βλαπτικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που προξενεί βλάβη: Οι καταχρήσεις επιδρούν ~ στον οργανισμό.

[λόγ. < ελνστ. βλαπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go