Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλίτο το [vlíto] Ο39 : 1. ονομασία φυτών, μερικά από τα οποία τρώγονται ως λαχανικά. ΦΡ τρώω βλίτα, είμαι κουτός, εξαπατώμαι εύκολα· ΣYN ΦΡ τρώω χόρτο / σανό / κουτόχορτο: Tι νομίζεις, ότι τρώω βλίτα; 2. (μτφ.) κουτός, αργόστροφος άνθρωπος: Εγώ του το εξήγησα, αλλά πού να καταλάβει αυτό το ~!
[αρχ. βλίτον]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλίτον το.
-
- Βλίτο:
- (Ιερακοσ. 44125).
[αρχ. ουσ. βλίτον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Βλίτο:



