Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλάπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλάπτω [vlápto] -ομαι & βλάφτω [vláfto] -ομαι Ρ4 : 1. (συνήθ. για την υγεία) προξενώ βλάβη, φθείρω: Tο τσιγάρο βλάπτει. Tο πιοτό βλάπτει το συκώτι. 2. προξενώ ζημιά: Tο χαλάζι έβλαψε την παραγωγή των οπωροκηπευτικών. 3. επηρεάζω αρνητικά, φθείρω: Οι πρόσφατοι καβγάδες έβλαψαν πολύ τις σχέσεις τους. 4. προξενώ κακό, αδικώ: Δεν έβλαψε ποτέ του άνθρωπο. 5. (στο γ' πρόσ.) δε βλάφτει, δεν πειράζει (αντίθετα μπορεί να ωφελεί): Δε βλάφτει να σε βλέπει πού και πού ένας γιατρός.

[λόγ. < αρχ. βλάπτω· αρχ. βλάπτω, με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Κριαρά]
βλάπτω· βλάβω· βλάφτω· εβλάπτω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Προξενώ, κάνω ζημία, κακό, βλάπτω:
      • (Ερωτόκρ. Β´ 1493).
    • 2) Καταστρέφω:
      • πύργους, χαράκια βλάφτει (Ερωτόκρ. Δ´ 1685).
    • 3) Σκοτώνω:
      • τον ελάβωσε εις το στήθος, αμή δεν τον έβλαψε (Χρον. σουλτ. 978).
    • 4) Ενοχλώ, πειράζω:
      • κάποιοι λαλούσιν βλάφτει τους ο ήλιος (Κυπρ. ερωτ. 10513).
  • II. Μέσ.
    • 1) Αρρωσταίνω:
      • εάν βλαβῄ, μη νομίσῃς τούτο έλκος είναι (Κυνοσ. 5959).
    • 2) Είμαι έγκυος:
      • εβλάφτεντονε και εζήτηξέ ντο (ενν. το απίδι) η όρεξή τση (Κατά ζουράρη 73).
  • Η μτχ. παρκ. βλαμμένος = που έχει πάθει· (εδώ με το επίρρ. πολλά προκ. για πεθαμένο):
    • χαιρετισμούς πολλούς εκ των πολλά βλαμμένων (Απόκοπ. (Παναγ.) 556).

[αρχ. βλάπτω. Η λ. και ο τ. βλάφτω σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες