Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιτσιόζος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτσιόζος ο [vitsxózos] Ο18 θηλ. βιτσιόζα [vitsxóza] Ο25α : αυτός που έχει βίτσια.

[ιταλ. vizioso -ς· βιτσιόζ(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go